Μελανθίου

Μελανθίου
Μελάνθιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελανθίου — μελάνθιον a herb neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… …   Dictionary of Greek

  • μελανθέλαιον — μελανθέλαιον, τὸ (Α) το έλαιο τού μελανθίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνθιον* + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που …   Dictionary of Greek

  • Κιλκίς, δήμος — Δήμος (24.812 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Βαπτιστού, Κρηστώνης, Λειψυδρίου, Μεγάλης Βρύσης, Μελανθίου, Μεσιανού, Σταυροχωρίου και …   Dictionary of Greek

  • Μελανθώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Δόλιου και αδερφή του Μελάνθιου, βοσκού του Οδυσσέα. Ήταν θεραπαινίδα της Πηνελόπης και ερωμένη του μνηστήρα Ευρύμαχου. Μετά τη δολοφονία των μνηστήρων απαγχονίστηκε με διαταγή …   Dictionary of Greek

  • Πετροπουλάκι — Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 990 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μελανθίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”